θωρακοφόροι

θωρακοφόροι
θωρᾱκοφόροι , θωρακοφόρος
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θωρακίζω — (ΑΜ θωρακίζω) [θώραξ] οπλίζω κάποιον με θώρακα, ενισχύω κάποιον με θώρακα νεοελλ. 1. επενδύω κάτι με σιδερένιες πλάκες ή ελάσματα για να γίνει απρόσβλητο από τα βλήματα («θωρακισμένο αυτοκίνητο») 2. προστατεύω ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή μια… …   Dictionary of Greek

  • θωρακοφόρος — α, ο 1. αυτός που φοράει θώρακα. 2. το αρσ. ως ουσ., θωρακοφόροι, οι ειδικό σώμα στον περασμένο αιώνα βαριά οπλισμένων ιππέων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”